Γ.Δ. Αναγνώστου, Μια συνομιλία με τον Δημήτρη Κούρο
Που Μεγαλώσατε;
Μεγάλωσα στην Τρίπολη. Σε μία Τρίπολη που ήταν εντελώς διαφορετική τότε. Είχε μιαν άλλη ζωντάνια. Λειτουργούσε φυσικότερα σε όλους τους τομείς, κοινωνικούς ή άλλους και μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις.
Πίσω από το σπίτι μας μέχρι το δάσος του Αγίου Γεωργίου, ήταν εκεί όλα χωράφια που τα καλλιεργούσαν τότε. Συμμετείχες σ’ όλο αυτό τον κύκλο με τις διάφορες εργασίες και υπήρχαν ενεργά όλα τα παλιά επαγγέλματα.
Ήταν μία ζωή δύσκολη, με αρκετούς περιορισμούς που σου αντιδώριζαν όμως ένα μυστικό φως, εάν καλλιεργούσες την πίστη και τη δεκτικότητα να βρεις τα θετικά μέσα σε αυτές τις αντιθετικές και κάποτε σκληρές καταστάσεις…
Ήταν μία ιδιαίτερη ευλογία να βιώνεις, μέσα σε όλο αυτό, το ρυθμό με τις εναλλαγές των καιρών, με τις βαθιές ρίζες που εισέπραττες πάνω στη ζωντανή παρουσία των ανθρώπων.
Πότε καταλάβατε ότι θα αφοσιώσετε τη ζωή σας στην τέχνη;
Καθώς εργαζόμουν στα πρώτα μου έργα ένιωθα μαγεμένος. Ένιωθα συχνά ότι ο εσωτερικός μου κόσμος ανοιγόταν σε κάτι άλλο, πολύ όμορφο και άγνωστο μέχρι τότε. Είμαι τυχερός που ο ζωγράφος Αντώνης Γκλίνος ζούσε στην Τρίπολη τότε και με παρότρυνε, από την πρώτη κιόλας γνωριμία μας, στα δύσκολα, να βγω έξω στη φύση και να ζωγραφίσω ελεύθερα αυτό που θα μου άρεσε, που θα μου τράβαγε πολύ την προσοχή.
Έτσι, ταυτίστηκε αυτή η δημιουργική αρχή με την ανακάλυψη της φύσης και του φωτός, όπου κέντριζε τη φαντασία μου και τροφοδοτούσε τον λυρισμό. Σε ένα τέτοιο άκρως γοητευτικό κλίμα με τα πρωτόλεια έργα αρχινισμένα, με νωπές τις αποτυπώσεις της ποίησης και της μουσικής να απηχούν βαθιά μέσα μου και γύρω μου, ζούσα αυτές τις ξεχωριστές στιγμές...
Βέβαια είμασταν και μέσα σε μία ιδιαίτερη εποχή, μην ξεχνάμε ότι όλα αυτά γίνονταν στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, που έφερνε έναν ανανεωτικό αέρα ελευθερίας.
Αισθάνθηκα τότε λοιπόν, ότι δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο στη ζωή μου χωρίς να προδίδω τον εαυτό μου.
Λένε πως ο ζωγράφος δεν ζωγραφίζει αυτό που βλέπει, αλλά βλέπει αυτό που ζωγραφίζει. Πόσο αληθινό είναι αυτό;
Ο ζωγράφος ωθείται συνήθως να ζωγραφίσει κάτω από ένα δυνατό ερέθισμα.
Όμως συχνά δεν ξέρει από πριν τι βαθύτερο κρύβεται σ’ αυτόν τον πρώτο κραδασμό. Με τον καιρό μαθαίνει να αφήνεται, να παρατείνει αυτό το μάγεμα μέσα του, ενώ ταυτόχρονα αποκρούει εξελικτικά τη βούληση και τις όποιες συμβάσεις του μυαλού, με γνώμονα να παραχθεί το απροσδόκητο και το αληθινό.
Υπάρχουν καλλιτέχνες που σας επηρεάζουν ή που εσείς επιτρέπετε να σας επηρεάσουν;
Άμεσα ίσως όχι.
Το γεγονός ότι τα πρώτα μου έργα τα ξεκίνησα μικρός όταν ήμουν στην Τρίπολη και μετά στα 18 μου στη σχολή Καλών Τεχνών της Τήνου, βρισκόμουν δηλαδή σε φυσικά και αγνά τότε περιβάλλοντα, με κάνουν να νιώθω τυχερός, γιατί άρχισα να εργάζομαι καλλιτεχνικά μέσα σε δύσκολες συνθήκες μεν, αλλά παράλληλα φτιάχνονταν όλο εκείνο το απόθεμα μιας βιωματικής ανάγκης να μιλήσω, να εκφραστώ με την τέχνη. Δούλευα κατευθείαν από τη φύση, επιδιώκοντας να μεταφέρω ζωντανά στον καμβά πραγματικά συμβάντα που διαδραματίζονταν γύρω μου, κάνοντας συχνές εξορμήσεις με το καβαλέτο έξω στη φύση για να αισθανθώ τη βαθύτερη λειτουργία της και να για να λύσω τα διάφορα αισθητικά προβλήματα.
Ύστερα, οι πρώτες, οι βασικές αρχές της κατανόησης της γλυπτικής χωρίς φιλολογικές υπεκφυγές, η αγάπη για τη σύνθεση και το πολύ σχέδιο, κρατούν από τότε.
Όλα αυτά πιστεύω μου έδωσαν μία κατάρτιση με στέρεα θεμέλια. Να νιώθω μία σιγουριά ότι μέσα από αυτές τις εμπειρίες, θα υπήρχε μία εξέλιξη στο έργο μου και ότι θα πήγαζε φυσικά, όχι βεβιασμένα, μέσα από τη συνεχή τριβή με την ίδια τη δουλειά, αποφεύγοντας έτσι τις επιρροές και τα χοντροκομμένα δάνεια.
Με κάποιους καλλιτέχνες, κυρίως παλαιότερους, ένιωσα και νιώθω μία εκλεκτική συγγένεια, γιατί ορισμένες φορές στην καλλιτεχνική πορεία, η αναζήτησή μας περνά από φάσεις που, λίγο ή πολύ, έχουν απασχολήσει και κάποιους άλλους δημιουργούς.
Πρόσεχα όσο γίνεται να διδαχθώ από αυτές τις ξεχωριστές περιπτώσεις και να ανοίγω τον εαυτό μου στον γενναιόδωρο θαυμασμό, χωρίς να εγκλωβίζομαι στην επιφάνεια και τη μίμηση αυτών των σπουδαίων καλλιτεχνικών έργων.
Η πρωτογένεια των καλλιτεχνικών συλλήψεων παίζει τον πιο σημαντικό ρόλο, αν και πρέπει να μαθαίνεις, να επιμένεις πολύ για τις λύσεις εκεί που δυσκολεύεσαι. Αυτό που εισπράττεις με την πρώτη επαφή σου στα πράγματα και τη φύση, σε κάνει και αναριγάς, είναι ένα συνεχές άπλωμα, μάθημα ζωής, δεν είναι απλώς ιδέες και εικόνες.
Η τέχνη κάνει ερωτήσεις ή δίνει απαντήσεις; Ή μήπως απαντά σε ερωτήματα που ακόμη δεν έχουν τεθεί;
Ο άνθρωπος θα είχε ισορροπήσει και θα είχε ουσιαστικά προχωρήσει, εάν είχε πάρει πραγματική αγάπη και σεβασμό από τον διπλανό του.
Ο αληθινός καλλιτέχνης, υποβάλλεται σε μία συνεχή θυσία «εν Αγάπη» με το έργο του και την ίδια τη στάση ζωής του. Αυτή η θυσία εν Αγάπη, πλάθει συνεχώς και τον ίδιο ως οντότητα…
Το Είναι του απαυγάζει ένα σιωπηλό νικητήριο, ενάντια σε όλες τις συμβάσεις.
Είναι ένα παράδειγμα ότι αξίζει τον κόπο να αποκτήσεις παιδεία και να τρέφεσαι από ευαισθησίες, παρά να πνίγεσαι από φοβίες και από τσιτάτα του συρμού, που λένε ότι ως ευαίσθητος άνθρωπος γίνεσαι ευάλωτος και χειραγωγήσιμος.
Με αυτόν τον τρόπο, ο καλλιτέχνης δείχνει συχνά πως σεβάστηκε το ίδιο το δώρο της ζωής που του χαρίστηκε. Με αυτήν τη δυναμική γονιμότητας εμπνέει το σεβασμό προς τους άλλους, προεκτείνοντας παράλληλα την αληθινή ομορφιά στις κοινωνίες, σαν την ευχή, την ελπίδα της καλής σποράς για το σήμερα αλλά και το αύριο.
Ο αληθινός καλλιτέχνης σπουδάζει και υφίσταται τα μεγάλα ερωτήματα που ακόμα και σήμερα, παρ’ όλη την επιστημονική πρόοδο, τρομάζουν όταν τεθούν. Έτσι, κάτω από τις τωρινές συνθήκες της πτώσεως ενός ολόκληρου πολιτισμού, αναρωτιέται κανείς τι τροπή θε να ‘πρεπε να πάρει η τέχνη για να αλλάξει ο κόσμος.
Η τέχνη δεν δίνει μονοδιάστατες απαντήσεις. Η φοβερή διολίσθηση, η βασική αδυναμία της, είναι όταν αυτο-ακυρώνεται μέσω της παραγωγής έργων που μας εγκλωβίζουν στα αισθητά.
Η αληθινή τέχνη είναι ένας ακριβέστερος ερωτικός τρόπος που μας δόθηκε «για να μιλήσουμε». Κάτι τέτοιο κάνει μεγάλο κύκλο για να έρθει ως εδώ, να απηχήσει μέσα μας, να γίνει ηχώ, κραδασμός υπέρτατης διέγερσης, ικανής να ομορφύνει πρώτα εμάς και να αφυπνίσει τους γύρω μας. Τότε πετυχαίνει τον βαθύτερο σκοπό της. Όταν καταφέρνει να γονιμοποιεί προς την ενότητα, το φως, τις ανθρώπινες σχέσεις, ζωντανεύοντας, παρηγορώντας στο τώρα και σε μία προοπτική αιωνιότητας· ξαναχτίζοντας το ανθρώπινο πρόσωπο και όχι το αντίθετο.
Εικόνα 1 Ζωγραφικό έργο από την έκθεση του Δημήτρη Κούρου στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών με τίτλο «Μέσα από τις σχισμές».
Στις δημιουργικές σας περιόδους συναντάτε τη συναισθηματική ισορροπία ή ακόμη περισσότερο την επιδιώκετε τότε; Πολλοί καλλιτέχνες δημιουργούν μόνον όταν την χάνουν.
Έχω δουλέψει κατά καιρούς με διαφορετικές ψυχολογικές διαθέσεις και με πολλούς εκφραστικούς τρόπους.
Η πραγματική ισορροπία και η ψευδαίσθηση ισορροπίας είναι πολύ κοντά, τόσο που ξεγελιόμαστε όλοι. Όμως, το να δουλεύω κάτω από διαφορετικές διαθέσεις, συχνά με έξαρση, δεν ξέρω αν αυτό ήταν το χάσιμο της ισορροπίας, αν και έζησα έντονα τέτοιες φάσεις, ειδικά πιο νέος. Με έμαθε όμως πολλά. Κυρίως να μην τα χάνω μπροστά σε άγνωστες περιοχές που εισερχόμουν και κυρίως να μην τα χάνω πάνω στις αποτυχίες και τα αδιέξοδα που προκύπτουν μέσα σε τέτοιες δυσκολίες αναζήτησης.
Το να εργάζεσαι με χαμένη ισορροπία είναι αρκετά δημιουργικό αλλά και επώδυνο. Διευρύνεις τα όρια μέσα σου και μαθαίνεις το σπουδαίο αξίωμα, να μη βαδίζεις προδιαγεγραμμένα σε ότι θες να καταπιαστείς. Νομίζω τελικά ότι το πιο σημαντικό είναι να καταλάβεις γιατί πονάς και να ανοίξεις μία προοπτική άλλη, βγαίνοντας από την τραγωδία των επιφανειακών αντιθέσεων, σε εκείνη την αγαπητική προσέγγιση που καθιστά μέτοχο τον διπλανό σου άνθρωπο.
2 Από την ενότητα έργων του καλλιτέχνη με τίτλο «Φιλοκτήτης».
Σε μία άλλη συζήτηση μας είχατε μιλήσει με θερμή για τον Σεζάν. Τι είναι αυτό που σας εντυπωσιάζει στο μεγάλο αυτό ζωγράφο τον Σεζάν.
Ο Σεζάν, περισσότερο από όλους τους σύγχρονους ζωγράφους, ακόμη και τους ιμπρεσιονιστές, που όλοι ξέρουμε πόσο συνέβαλαν στην αλλαγή του βλέμματος για την τέχνη της ζωγραφικής, εκείνος με το έργο του, μιας ολόκληρης ζωής, αλλά και με την σκέψη του, μας βοήθησε να απαλλαγούμε από τη δουλεία και τη μίμηση της φύσης, όπως και της τόσο κορεσμένης, όταν δεν έχει αγνές προθέσεις, παραστατικής ζωγραφικής.
Άνοιξε το δρόμο να ξαναβιώσουμε, ότι η ζωγραφική είναι Δημιουργία, όπου πρέπει να στηρίζεται, να ανατροφοδοτείται συνεχώς και κυρίως από τις αισθήσεις.
Ο Σεζάν είναι μοναδικός ως ένα μεγάλο φωτεινό παράδειγμα ζωγράφου. Ό,τι κάνει, ό,τι ανακαλύπτει συμβαδίζει και το αποσπά από τη φύση και το περιβάλλον γύρω του.
Δεν εργάζεται αυθαίρετα, καθώς οργανώνει τις συνθέσεις του και συνεχίζει να εργάζεται παρατηρώντας, μέσα από το μοντέλο και τη φύση, φτάνει να δώσει στο κάθε τι την δική του μουσικότητα και το σύνολο να απαυγάζει δυνητικά την αρμονία.
Τη φύση δεν την υποτιμά, δεν την βλέπει επιδερμικά, την ερευνά αναλυτικά και σε βάθος. Με αυτόν τον τρόπο εργαζόμενος, φτάνει σιγά – σιγά στην απόλυτη αναγκαιότητα της ανακαίνισης της ίδιας της τέχνης στις αρχετυπικές της αξίες.
Έτσι προκύπτει και η λεγόμενη Αφαίρεση. Θα λέγαμε η καθαρή Δημιουργία, ως αναγκαιότητα να φτάσεις στα ουσιώδη και αυτά να σου αρκούν ως γλώσσα έκφρασης, όχι ως αυθαιρεσία και ελευθεριότητα, όπως βόλεψε αρκετούς εικαστικούς από κει και μετά.
Στον Σεζάν η γραμμή ως μέσον δεν περιγράφει, αλλά δηλώνει. Το χρώμα και το σχήμα κερδίζουν την αυτονομία τους, όχι σαν κάτι μιμητικό ή συμβολικό. Η φόρμα και η μορφή γεννιούνται στη συνεχή επαφή και στην παράλληλη τριβή με τη φύση ή τον άνθρωπο που έχεις μπροστά σου και εργάζεσαι. Όλα αναβλύζουν, προκύπτουν μες το συνεχές πάλεμα μες το ανοιχτό θαύμα που συντελείται μπροστά σου. Όλα τα καλλιτεχνικά εφόδια και όπλα της ύπαρξης, ενεργοποιούνται, κυρίως η διαίσθηση. Όταν οι αισθήσεις του καλλιτέχνη
εξαγνίζονται και ελευθερώνονται είναι έτοιμες για κάτι άλλο, να κινηθούν προς τις πηγές του θαύματος της ζωής.
Για αυτό ήταν κατά της όποιας συνταγής και της ευκολίας, καθώς και του αναμασήματος ήδη δοκιμασμένων προτύπων. Δηλαδή ο δημιουργικός τρόπος δεν γεννιέται αυθαίρετα όπως αυτό συχνά γίνεται στον κυβισμό ή και μετέπειτα, με εκείνες τις οικτρές απλουστεύσεις των διαφόρων «-ισμών». Αλλά οργανώνονται σταδιακά, μέσα από το συνεχές ρευστό. Μέσα από το πάλεμα. Κυρίως με την απίστευτη επιμονή, την διείσδυση στο αόρατο. Όπως ειπώθηκε, «αφήνοντας τη φύση να σε διασχίσει, όχι εσύ να τη διασχίσεις». Να βγεις στην επιφάνεια, αφού πρώτα για τα καλά έχεις βυθιστεί, εμπλουτιστεί, στο θησαυρό της φύσης και τον όντων.
Καλλιτεχνικά λειτουργείτε βέβαια περισσότερο με το συναίσθημα περισσότερο και λιγότερο με την λογική. Πως τα εξισορροπείτε αυτά τα δύο;
Έχει ενδιαφέρον αυτό το ερώτημα.
Αλλά, πριν απαντήσω κυριολεκτικά, θα σας έλεγα ότι και τα δύο αυτά χρειάζονται, όπως και τα δύο θα μπορούσαν να λειτουργήσουν επίσης παγιδευτικά.
Το συναίσθημα με βοηθάει να λεπταίνω και να ανοίγω την αίσθηση και την ψυχή μου. Με βοηθάει πολύ, αλλά συνήθως με βοηθάει στην αρχή, στο ξεκίνημα του έργου, να έχω τη θέρμη που χρειάζεται στη διείσδυση κρύφιων και άδηλων προσλήψεων.
Όμως οι δικές μου εσώτερες ανάγκες και διεργασίες, καλώς ή κακώς, με οδηγούν κάπου αλλού, σε καταστάσεις που δεν λειτουργούν απαραίτητα μέσω των φυσικών φαινομένων και των κοσμικών θεωρήσεων. Οι σχέσεις δηλαδή της γνωστής νομοτέλειας, όπως θα λέγαμε «σκιερό – φωτεινό»…. Έτσι και εδώ, η λογική με τη συνήθη αναφορά με εγκλωβίζει στο τετριμμένο και το ευανάγνωστο.
Θα ένιωθα διχασμένος εάν δεν διψούσα μέσω της πίστης να αναβαπτίσω σε αξιώματα και νέες συλλήψεις, τη δημιουργική πάλη μέσω της τέχνης που θα με έβγαζε σε μία υπερβατική ομορφιά.
Τι αποτυπώνετε στο έργο σας, μορφές ή χαρακτήρες; Στην τελευταία σας έκθεση, στο Καφέ του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών, κοιτάζοντας τα έργα σας σας είπα πως οι μορφές σας είναι καρφωμένες στον άνεμο.
Μέσα από το έργο του Αποστόλου Παύλου συνοψίζεται, ότι η ψυχή του Νόμου είναι η Χάρις. Έτσι και εγώ, κυρίως με τη διαίσθηση, όλα αυτά τα χρόνια προσπαθώ να ψηλαφίσω μία εσωτερική δύναμη που ενεργοποιεί τα πράγματα. Αυτό είτε γίνεται στη φύση ή βρίσκεται βαθύτερα μέσα στον άνθρωπο.
Ενώ τα ερεθίσματα συνήθως ξεκινούν τυχαία από πραγματικά περιστατικά και συμβάντα γύρω μου, την ίδια στιγμή μέσα μου περνούν από μία αργή διαδικασία ανάπλασης, από μύχιους καρδιακούς δρόμους, γυρεύοντας να συνενώσουν καλλιτεχνικά κοινούς λόγους που βρίσκονται φαινομενικά σε μεγάλες αποστάσεις και σε διάφορα επίπεδα...
Προσπαθώ να αφήνομαι σε αυτή την ψηλάφηση, να μην λειτουργώ δηλαδή προδιαγεγραμμένα. Για αυτό και σε πολλά σχέδια γίνεται μία συνεχής άσκηση, να ξεπεραστεί η δυνατή επιρροή των αντικειμένων και των φαινομένων, φέρνοντας λίγο-λίγο μπροστά την
κρυμμένη και χυμώδη αόρατη ομορφιά. Δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία μύχια, μέσω της πίστης, ανταπόκριση με ευγνωμοσύνη, να ωθείσαι μέσω της τέχνης προς τη μεγάλη δωρεά της Χαρίτος που ενυπάρχει στο καθετί, όπως και ασυνείδητα μέσα στον άνθρωπο.
Είναι αρκετά πετυχημένη η έκφρασή σας για τις μορφές που είδατε ότι είναι καρφωμένες στον άνεμο. Γιατί, ενώ φαίνονται από τους συνεχείς ανασχηματισμούς να κινούνται στον αιθέριο χώρο, που μας υποβάλει η αίσθησή μας και ο βαθύτερος πόθος μας, καθώς τις παρακολουθούμε, νιώθουμε να συνταξιδεύουμε φιλόξενα μαζί τους προς έναν άλλο ξένιο χώρο - άνεμο.
3 Από την έκθεση του Δημήτριου Κούρου στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Διακρίνονται στη μέση η Πρόεδρος του Μουσειου κα Μαρία Λαγογιάννη, αριστερά ο Πρόεδρος του Συλλόγου Γλυπτών Ξενοφών Δεστέφανος και δεξιά ο Δημήτρης Κούρος
Θεωρείτε πως η πρακτική των σύγχρονων καλλιτεχνών να προβάλλουν τον εαυτό και το έργο τους σε μεγάλη συχνότητα - σήμερα που το διαδίκτυο με πολλούς και εύκολους τρόπους το επιτρέπει - κάνει καλό ή κακό στην τέχνη; Ο Σεφέρης έγραφε πως «όταν τρέχει ο καταρράκτης συμπαρασύρει μαζί με τους μενεξέδες και άλλα λουλούδια. Επίσης πέτρες και κοτρόνια»
Ο Σοπενχάουερ έλεγε οτιδήποτε το εξαιρετικό ωριμάζει αργά.
Ο σημερινός καλλιτέχνης συχνά δεν βιώνει μέσα του τη γοητεία μιας ουσιαστικότερης αποκάλυψης. Θέλει, χωρίς περιπέτεια, άσκηση και χάσιμο της ψυχής, να βρει το οδηγητικό πνεύμα, το γνήσιο δημιουργικό άνοιγμα που είναι και αληθινή χαρά. Κουραζόμαστε γρήγορα και στην ουσία τα παρατάμε, βρίσκοντας παραπλήσια πράγματα να κάνουμε που δεν απαιτούν οδύνη, άρα και χαρά. Έτσι, ο βαθύτερος εαυτός μας παραμένει άγονος και απαραμύθητος. Είναι μία ατυχία να μην θέλουμε ή να μην ψάχνουμε σωστά για το δικό μας κέντρο, που σημαίνει μεγαλύτερη ακρίβεια του δικού μας Έρωτα και τίποτα παραπάνω. Ουσιαστικά, όλοι το ξέρουμε, αυτή είναι και η γνήσια χαρά και αυτοεκτίμηση, ότι αρχίσαμε να κατανοούμε τον βαθύτερο μηχανισμό της τέχνης. Αυτό τελικά πληρώνει την ψυχή... η συχνή προβολή του εαυτού μας, δείχνει και μεγάλη ανασφάλεια, αμβλύνει την πιο χρήσιμη άσκηση να επισκεπτόμαστε πιο συχνά τον εαυτό μας. Άλλα κίνητρα και άλλη ποιότητα
σχέσεων, δεν θα έλεγα ωριμότητα, είναι εκείνη που μας κάνει να επικοινωνούμε, να επιδιώκουμε σχέσεις και συνεργασίες μέσω της τέχνης με τους άλλους.
Αυτό από μόνο του δεν είναι κακό. Το αντίθετο. Είναι και χρήσιμο και απαραίτητο. Και το βλέπουμε τώρα μέσα από το διαδίκτυο. Αλλά γιατί τότε δεν δημιουργούνται ισότιμες σχέσεις; Γιατί δεν δέχονται την καλοπροαίρετη σκέψη σου για το έργο τους; Γιατί αυτοί που προχωρούν περισσότερο στα πράγματα αυτά της τέχνης, αρχίζουν και επιδιώκουν τη γόνιμη σκέψη των άλλων;
Βέβαια, όχι μόνο οι νέοι καλλιτέχνες, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα, δεν βιώνουν πια από μικρή ηλικία την οντολογική εμβάθυνση, την αναγκαιότητα της σιωπής. Είναι τόσες πολλές οι πληροφορίες και οι δυνατότητες, που μάλλον διασκεδάζουν την ύπαρξη την στομώνουν, για να μην μεγαλώνουν μέσα μας οι μοναδικότητες και οι ιερότητες των στιγμών. «Μήτρα του λόγου η σιωπή» όπως θα έλεγαν οι σοφοί. Από αυτή την άποψη, ο Γιώργος Σεφέρης, με πολύ ποιητικό και συνάμα ρεαλιστικό τρόπο, στηλιτεύει αυτήν την εκτροπή, που συχνά είμαστε κοντά για να παρασύρει όλους μας.
Τι σημαίνει για σας ευπώλητη τέχνη; Πώς αντιμετωπίζετε την εμπορική πλευρά της τέχνης;
Πιστεύω πως είναι σημαντικό, ιερό πράγμα, να μπορείς να ζεις από τη δουλειά σου. Το να καταγίνεσαι όμως με μία ευκολοχώνευτη και ωραιοποιημένη τέχνη για να περνάει εύκολα στον κόσμο, αν και συνηθίζεται στους χώρους μας, δεν υπήρξε ποτέ στις προθέσεις μου. Ήξερα ότι κάτι τέτοιο το βρίσκεις μπροστά σου στην κατοπινή σου πορεία.
Αυτή η επιμονή να αναζητώ το αληθινό, να αποφεύγω όσο είναι δυνατόν τις επαναλήψεις, ενώ επαινέθηκε και αντιμετωπίστηκε ευρύτερα με ενθουσιασμό, ειδικά στο πρώτο ξεκίνημα, παρόλα αυτά δεν έγινε αποδεκτό σε ορισμένες περιπτώσεις.
Χρησιμοποίησαν και πάντοτε θα χρησιμοποιούνται τέτοιου είδους διλήμματα, έντονα, επειδή πιστεύουν ότι έτσι θα κερδίσουν. Η απάντηση, με την άνωθεν βοήθεια, απέναντι σε αυτούς τους συμβιβασμούς, που εν τέλει σε πατικώνουν, και το να μη χάνω τον καλλιτεχνικό μου στόχο, με έκαναν και με κάνουν σιωπηλά περήφανο. Όμως, από αυτή την άποψη που μάλλον με ρωτάτε, τέτοιου είδους δυσκολίες μάλλον με ωφέλησαν, με έμαθαν πολύ χρήσιμα πράγματα.
«Η αδικοχαμένη κόρη από την Μικρασιατική Καταστροφή»: Κεντρικό ανάγλυφο από το Μνημείο Προσφύγων στην πλατεία Φιλικών στην Τρίπολη Αρκαδίας.
Κάποτε ένας ιστορικός τέχνης χαρακτήρισε τη ζωγραφική σας ως λυρικό εξπρεσιονισμό. Τι θα του απαντούσατε;
Είναι αρκετά εύστοχος ο χαρακτηρισμός αυτός. Για αρκετά χρόνια δούλευα με μία έξαρση των αισθήσεων, ενώ ταυτόχρονα ήμουν γεμάτος από αίσθημα και μνήμες.
Χαιρόμουν την ίδια τη δημιουργική διαδικασία δοκιμάζοντας καινούριους εικαστικούς συνδυασμούς.
Η αίσθησή μου και τα καλλιτεχνικά μου πιστεύω, με οδηγούσαν σε συλλήψεις και πλασμούς που λίγο-λίγο ανασύνθεταν τη φύση και την πραγματικότητα, βγαίνοντας συχνά σε ένα παλμικό μετεωρισμό, μαντεύοντας ότι οι νοερές ενέργειες, μέσα και πίσω από τα πράγματα που ερευνούσα, κέντριζαν την όρασή μου για να προχωρώ.
Τελευταία, με απασχολεί ο εναρκτήριος Λόγος του Φωτός, εστιάζω περισσότερο στην αυτοτέλεια, την καθαρότητα και τη δύναμη του σχήματος και του χρώματος που κρύβει ο πλούτος και το μυστήριο της πραγματικότητας.
Μιλήστε μας για την εμπειρία σας να σπουδάσετε γλυπτική στο Παρίσι. Πώς ήταν το καλλιτεχνικό περιβάλλον εκείνη την εποχή πώς το συγκρίνετε με την Ελλάδα του 2020 (σήμερα);
Ήταν όντως μία μεγάλη ευλογία και μοναδική εμπειρία.
Ήταν κάτι τόσο συναρπαστικό, που με σημάδεψε. Περισσότερο δυναμώνοντας την πίστη για έναν πιο προσωπικό προσανατολισμό, σε αρχές και αξίες, όχι μόνο στην τέχνη αλλά και ως άνθρωπος μέσα στη ζωή.
Είδα από κοντά καλή και σπουδαία ζωγραφική όπως και υπέροχα γλυπτά, όχι μόνο στα μουσεία αλλά και μέσα στους δρόμους και στα διάφορα πάρκα του Παρισιού.
Το καλλιτεχνικό περιβάλλον εκείνων των χρόνων που σπούδαζα, εκεί γύρω στο ‘87 με ’90, δεν μπορώ να πω ότι το χαρακτήριζε μία συγκεκριμένη τάση, τουλάχιστον στα εικαστικά. Κάποιοι μεμονωμένοι καλλιτέχνες προσπαθούσαν να ανοίξουν δρόμο προς τον νεορεαλισμό, ίσως από μία αντίδραση σε πράγματα ανούσια που γίνονταν λίγο πριν από αυτούς χρονικά, τα οποία δεν ήταν τίποτα άλλο παρά επαναλήψεις καλλιτεχνικών απόψεων που ήδη από δεκαετίες πριν είχαν εξαντληθεί - και μάλλον κορεστεί - .
Το σημαντικό δίδαγμα για μένα που αποκόμισα τότε εκεί, ήταν να μπορείς να αφουγκράζεσαι τον σφυγμό των διαφορετικών ανθρώπινων διαθέσεων, πολιτισμικά και κοινωνικά, να μπορείς δηλαδή ισότιμα να επικοινωνείς με τους άλλους, να ευαισθητοποιείσαι, να σέβεσαι και να ακούς τον διπλανό σου.
Αυτή τη διαφορά έβρισκα σε σχέση με τον τόπο μου και με δυσαρεστούσε να θέλουμε τον άλλον ως ακροατή, ή ακόμη χειρότερα ως οπαδό.
Επίσης, ένα άλλο σημαντικό δίδαγμα που αποκόμισα στο Παρίσι, είναι ότι το «μοντέρνο καλλιτεχνικά» είναι αυτό που μπορεί να προσληφθεί, να παραχθεί, με γνώμονα την αμεσότητα στις καθημερινές συνθήκες, στη ζωντάνια της στιγμής που ζεις και βιώνεις μπροστά σου. Ενώ στην Ελλάδα το «μοντέρνο» καθιερώθηκε να προσδιορίζει μόνο το αφαιρετικό, και τούτο ξεκομμένο από κάποιο ζωντανό βίωμα ή γεγονός, ή άμεσο ερέθισμα.
Στον τόπο μας, η πιο μεγάλη τραγωδία είναι η ημιμάθεια. Για αυτό είμαστε ανέκαθεν στραμμένοι προς τα ξένα, η λεγόμενη ξενομανία. Γαλούχησε τελικά γενιές και γενιές. Αυτό, δείχνει την επιδερμικότητα που αντιμετωπίζουμε τα πράγματα και τον εαυτό μας. Προτιμούμε τις ευκολίες και τη συνταγή, από το να δυσκολευτούμε λίγο.
4 Φωτογραφία του Δημήτρη Κούρου σε ατελιέ στο Παρίσι, καθώς φιλοτεχνούσε μία προτομή από ζωντανό μοντέλο
Ποιος ήταν ο πρώτος πίνακας που ζωγραφίσατε; Τον θυμάστε αλήθεια;
Ζωγράφιζα από μικρός, από το Δημοτικό Σχολείο ακόμη, αντιγράφοντας με μολύβι ή και στυλό από τα σχολικά βιβλία.
Με παρότρυνση του πρώτου μου, του σπουδαίου δασκάλου, του Αντώνη Γκλίνου, πήρα χρώματα σε σκόνες από του «Λουκαΐτη», έμαθα να ετοιμάζω με λευκό προετοιμασίας τις επιφάνειες του μουσαμά και του ξύλου, όπως και την εξαιρετική τεχνική της αυγοτέμπερας.
Με συμβούλεψε να αποφεύγω να αντιγράφω από βιβλία ή από πίνακες άλλων ζωγράφων. Να βγω έξω στη φύση, να ζωγραφίσω «εκ του φυσικού» - όπως λέμε – όπως και να χρησιμοποιήσω ζωντανό μοντέλο για εξάσκηση κλπ.
Θυμάμαι, ήταν όντως δύσκολο κάτι τέτοιο σαν εγχείρημα. Αλλά του χρωστάω πολλά, για αυτή την τραχιά και ωφέλιμη αρχή. Το πρώτο μου έργο ήταν το εκκλησάκι του Αϊ Γιάννη του Ριγανά. Βρίσκεται στα δεξιά μας καθώς κατεβαίνουμε από τον πίσω δρόμο για τον Άι Γιώργη, απέναντι από το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Είχε μεγαλύτερα δέντρα τότε, πεύκα και κυπαρίσσια. Φάνταζε μοναχικό και εξωτικό και πάντα μου τράβαγε την προσοχή στους περιπάτους. Πήρα λοιπόν όλα τα σύνεργα και κάθισα απέναντι στο μικρό λόφο, κάτω από το πεδίο βολής και το ζωγράφιζα πάνω σε ένα κομμάτι κόντρα πλακέ. Ήταν το πρώτο μου ζωγραφικό έργο «εκ του φυσικού». Σύνθεση, προοπτική, χρώμα… μία προσπάθεια αντικειμενικής μεταφοράς των χρωμάτων που έβλεπα μπροστά μου.
Πάντα το θυμάμαι με αγάπη. Στην ουσία με αυτό το πρωτόλειο έργο αρχίζει η πρώτη περίοδος μαθητείας στην Τρίπολη. Θυμάμαι πάντα την έκπληξη και τα ενθαρρυντικά σχόλια του δασκάλου μου για αυτή την πρώτη αρχή.
Μεγαλώνοντας μαζί με σας αλλάζει και το έργο σας. Νιώθετε ακόμη οικειότητα με τα πρώτα σας έργα;
Είναι φυσικό όσο μεγαλώνω ηλικιακά οι καλλιτεχνικές προσπάθειες να παίρνουν τα χαρακτηριστικά μιας εξέλιξης.
Ναι, θα έλεγα ότι αρκετά από τα πρώτα μου έργα συνεχίζουν να μου δίνουν δύναμη και να μου υποβάλλουν το σεβασμό, με την ειλικρίνεια και την καθαρότητα των αισθημάτων που τα γέννησαν. Κάποια από αυτά τα πρώτα έργα, φτιαγμένα με αυτήν την πρωτόλεια αδέξια τεχνική, ίσως επειδή έγιναν από πραγματική έντονη ψυχική ανάγκη, μου υποδεικνύουν ακόμη και τώρα, ότι η γνώση και η τεχνική αρτιότητα δεν κάνει πιο σπουδαία την τέχνη.
Υπάρχει μανιέρα στα έργα σας;
Η μανιέρα περιορίζει την έσωθεν διάθεση για ανανέωση, οπότε δεν μου ταιριάζει από ιδιοσυγκρασία.
Νομίζω, μου έχει δοθεί από μικρός το ανικανοποίητο μέσα μου. Μία αυστηρότητα, κάτι σαν επανεκκίνηση, μία τάση για αναδροσέρευση του βλέμματος, που δεν με αφήνει να ησυχάσω.
Είναι μία πρωτόγνωρη δημιουργική χαρά και συχνά επιδιώκω να ανοίγομαι σε νέες περιοχές. Αυτό με σαγηνεύει πραγματικά και μου δίνει αληθινό κουράγιο να συνεχίσω.
Γνωρίζω πως γράφετε ποίηση... άλλωστε, έχετε εκδώσει ποιητικές συλλογές. Μιλήστε μας για τη δική σας ποίηση, αλλά και για τη συνάντησή σας με τον Γιάννη Ρίτσο στο σπίτι του. Επικοινωνούν σε εσάς η ζωγραφική, η γλυπτική και η ποίηση;
Άρχισα να γράφω τις ίδιες, τις πρώτες ημέρες που ξεκίνησα και να πρωτοζωγραφίζω και να κάνω παράλληλα το πρώτο ατελείωτο γλυπτικό έργο με κοκκινόχωμα – πηλό. Το γεγονός ότι εκείνη την εποχή μου διάβαζε ποιήματά του ένας παιδικός φίλος, ο Γιώργος Παπαγεωργίου, ίσως να έπαιξε κάποιο σημαντικό ρόλο.
Η ποίηση για μένα είναι σύμφυτη και πρωταρχική μέσα μας, σε σχέση με τις άλλες τέχνες. Είναι αδύνατον να ανιχνεύσει κανείς αυτή τη βαθύτερη λειτουργία και την ανάγκη που έχουμε για εξομολόγηση. Για αυτό με κατατρέχει μία αίσθηση ότι η Ποίηση και γενικά ο Λόγος προηγείται της δημιουργίας των ορατών πραγμάτων. Έτσι και σε αυτές τις πρωτόπλαστες διαθέσεις, γυρεύω ως δωρεά, να εισέρχομαι στην έμφυτη δύναμη που μορφοποιεί, αποκρούοντας όσο γίνεται τη συναισθηματική παρεμβολή.
Προς αυτή την κατεύθυνση πιστεύω ότι η εποχή μας έχει αρκετό έδαφος και άπλετο χώρο να προχωρήσει και άλλο στο Λόγο. Η αλήθεια είναι ότι πάντοτε με εμπνέει η καλή ποίηση. Διάβαζα και μελετούσα την παγκόσμια ποίηση.
Ο Γιάννης Ρίτσος, όπως και μερικοί άλλοι της γενιάς του, μου έχει αφήσει δυνατά χνάρια. Κυρίως βοηθητικά. Να γίνουν και σε μένα πιο ανάγλυφες πιο ψηλαφητές οι διάφορες κρυφές άδηλες πλευρές της ζωής, οι πολύ ζωντανές Ρωμαίικες μνήμες και εικόνες, που εργάζονται μέσα μου μία νωπή μυθοπλασία, μια μυθιστορία της σύγχρονης τραγωδίας, ειδικά του Ελληνισμού.
Με βοήθησαν να μην βλέπω επιδερμικά τις κοινωνικές συμπεριφορές, αλλά να αξιοποιώ καλλιτεχνικά με αναγωγές όλο και πιο διαχρονικές, τα γεγονότα της δικής μου εποχής, τα βιώματα, τις ταλαιπωρίες και τις μνήμες.
Ο Γιάννης Ρίτσος ήταν μία από τις πολλές και σημαντικές προσωπικότητες στο χώρο του πολιτισμού που γνώρισα στα πρώτα χρόνια της φοίτησης μου στο Πολυτεχνείο, σε μία επίσκεψη που κάναμε στο σπίτι του. Μάλιστα μας έδειξε και τα δικά του ζωγραφικά έργα, πάνω σε πέτρες και ξύλα. Φαινόταν μειλίχιος και διεισδυτικός, απαλλαγμένος από δεσμεύσεις και σκοπιμότητες που απασχολούσαν πολλούς ανθρώπους τότε.
Ένας άλλος μεγάλος ζωγράφος ο Φρίντριχ έλεγε «ο ζωγράφος δεν πρέπει να ζωγραφίσει μόνο όσα βλέπει μπροστά του, αλλά όσα βλέπει μέσα του».
Η τέχνη στη ζωγραφική που σε καθηλώνει και δεν την προσπερνάς εύκολα, δεν ξέρεις ποτέ ποια μύχια διαδρομή κυοφορίας έχει πάρει κάθε φορά, για να φτάσει σε ένα τέτοιο εξαίσιο αποτέλεσμα.
Πιστεύω ότι η αληθινή τέχνη δεν μπαίνει σε περιορισμούς και τα έργα που έχουν μία διαχρονική αξία και βοηθούν πολύπλευρα τον άνθρωπο, είναι όταν ο καλλιτέχνης, από μία βαθύτερη αναγκαιότητα ψυχική, εκφράζει αυτό που τον ταλανίζει.
Τότε σπάζουν όλοι οι φραγμοί. Τότε μπορεί να αγγίξει μες στην αστείρευτη ροή -δεν ξέρω τι υπερκόσμιων ορυκτών και δακρύων- την ψυχή πολλών ανθρώπων, με κείνη την καρδιακή γεωργία αρχέτυπου κάλλους, την αστρική ηχώ.
Κάτι τέτοιο πιστεύω ότι θα βοηθούσε την σημερινή ανθρωπότητα που παραπαίει στον εκφοβισμό και τον μηδενισμό.
Σας ευχαριστώ πολύ
Αναδημοσίευση από το www.kalimera-arkadia.gr Έργα του γλύπτη και ζωγράφου Δημήτρη Κούρου μπορείτε να βρείτε στο www.dkouros.gr : Georgios Anagnostou (Γ.Δ. Αναγνώστου)
------
Ο Γ.Δ. Αναγνώστου έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Μέσα στα όμικρον του ονείρου» (Γαβριηλίδης , 2018) και «Τα λάματα της πρώτης νιότης» (Όστρια 2017). Τον Απρίλιο του 2021 θα εκδοθεί η τρίτη ποιητική συλλογή του (Ιωλκός , 2021). Συμμετέχει στο συλλογικό έργο «Τα ποιήματα του 2018» (Κοινωνία των δεκάτων, 2019). Το καλοκαίρι του 2020 το περιοδικό τέχνης και λόγου «δε|κατά» δημοσίευσε το μικροδιήγημά του «Bipolar Disorder
: Georgios Anagnostou (Γ.Δ. Αναγνώστου) Biblionet: Γ.Δ. Αναγνώστου
τηλ: 6986 487 552
2710 235 345 e-mail: epigrafo@gmail.com
Οπλαρχηγού Σεχιώτη 1 | 221 32 | Τρίπολη Αρκαδίας
----
Βιογραφικό σημείωμα του γλύπτη και ζωγράφου Δημητρίου Κούρου.
Παλαιών Πατρών Γερμανού 7, Κηφισιά
GR 14561, Ελλάδα
È: (+30) 6959998029 8: dkourosmail@gmail.com
Ο Δημήτρης Κούρος γεννήθηκε στην Τρίπολη το 1957. Ανακαλύπτει τον κόσμο της ζωγραφικής, τη μαγική και μεγάλη περιπέτεια του φωτός και των χρωμάτων από τα εφηβικά του χρόνια με οδηγό σε αυτήν την πρώτη γνωριμία και αναζήτηση τον ζωγράφο και αγιογράφο Αντώνη Γκλίνο.
Στη Σχολή Καλών Τεχνών της Τήνου όπου εισήχθηκε το 1976, διδάχτηκε και μελέτησε την τέχνη της ζωγραφικής, του μαρμάρου και της γλυπτικής με δάσκαλό του τον Γιάννη Μανιατάκο. Το 1979 έγινε δεκτός ως αριστούχος στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, όπου συνέχισε τις σπουδές του με δασκάλους τον Δημήτρη Μυταρά στο Προκαταρκτικό και τον Δημήτρη Καλαμάρα στο εργαστήριο γλυπτικής. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του με υποτροφία στο Παρίσι κυρίως για μελέτες στη μνημειακή τέχνη, όπου έζησε και εργάστηκε για 3 χρόνια, με δασκάλους του τον γλύπτη Cezar και τον Francois Duffot (1986-1989).
Το 1983 συνεργάστηκε για τη φιλοτέχνιση των σκηνικών και των γλυπτών για τη θεατρική παράσταση του έργου «Μαντατοφόρες» του Γιάννη Ρίτσου.
Το 1995 μελέτησε την τέχνη της Βυζαντινής Αγιογραφίας στο Άγιον Όρος.
Έχει εργαστεί πάνω στις ζωγραφικές ενότητες «Ορφικά», «Φιλοκτήτης», «Φύση και Ψυχή», «Άνθη της πέτρας», «Μέτοικος» και «Σιωπής αντίλαλος».
Έχει διοργανώσει ατομικές και έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ το 2018 με πρωτοβουλία του Συλλόγου Γλυπτών Ελλάδος, έγινε ατομική έκθεση σχεδίων έργων του με τίτλο «Μέσα από τις σχισμές» στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Φιλοτέχνησε το μεγάλο Μνημείο Προσφυγικού Ελληνισμού που βρίσκεται στην κεντρική πλατεία Φιλικών – Προσφύγων στην Τρίπολη, τις προτομές των ευεργετών Γεωργίου Χαντζή και Δημητρίου Αθανασιάδη, του ήρωα του 1940-41 Σωκράτη Καλλίτση, του τέως Δημάρχου της Τρίπολης και Υπουργού Τάσου Σεχιώτη, καθώς και μία μεγάλη γλυπτική παράσταση σε μπρούτζο με θέμα τους Λαγκαδινούς μαστόρους που τοποθετήθηκε στην είσοδο της πόλης στα Λαγκάδια Αρκαδίας.
Έργα του βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές και δημόσιους χώρους στην Ελλάδα, στη μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους, στη Γαλλία, στις Η.Π.Α., στην Ιαπωνία και στον Καναδά.
Η ποιητική του συλλογή με τίτλο «Το Πέρασμα» εκδόθηκε σε συνεργασία με την Ομάδα Πολυέκφρασης «Έλευσις».
Αντιπροσωπευτικό δείγμα της δουλειάς του Δημητρίου Κούρου βρίσκεται στην ιστοσελίδα του καλλιτέχνη www.dkouros.gr